- προλεαίνω
- Αβλ. προλειαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προλειαίνω — ΝΑ, και προλεαίνω Α 1. κάνω κάτι λείο προηγουμένως 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ νεοελλ. μτφ. προετοιμάζω, δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες («η συνάντηση αυτή προλείανε το έδαφος για μια περαιτέρω συμφωνία») … Dictionary of Greek